- ανέχω
- ἀνέχω (AM) [ανέχομαι (AM ἀνέχομαι)]Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώαρχ.1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ3. αναχαιτίζω, ανακόπτω4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι5. (για γεγονότα) συμβαίνω6. βγάζω βλαστούς, βλαστάνω7. καταλήγω, γίνομαι, αποδεικνύομαι κάτι8. (για τμήμα ξηράς μέσα σε θάλασσα) εξέχω, προεξέχω9. εξακολουθώ10. καθυστερώ, αναβάλλω, σταματώ11. εντείνω, τεντώνω (το αφτί)12. παρέχω, παραχωρώ13. ανατέλλω, προβάλλω14. παύω να υποφέρω, ανακουφίζομαι15. «εὐχὰς ἀνέχω» — εύχομαι, ικετεύω||. (μέσ., -ομαι) υπομένω, στέργωνεοελλ.παραβλέπω, κάνω ότι δεν προσέχω κάτιαρχ.1. υψώνω, κρατώ κάτι ψηλά2. αντέχω, κρατιέμαι ορθός3. τολμώ να κάνω κάτι4. είμαι πιασμένος, κρεμασμένος από κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.